συμβοηθός

συμβοηθός
ο / συμβοηθός, -όν ΝΑ
αυτός που βοηθάει κάποιον μαζί με άλλον ή μαζί με άλλους, συνεπίκουρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμβοηθοί — συμβοηθός assisting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… …   Dictionary of Greek

  • συναντιλήπτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ συμβοηθός, συνεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναντιλαμβάνομαι + επίθημα τωρ (πρβλ. συλ λήπ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • συναρωγός — όν, Α συμβοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)] …   Dictionary of Greek

  • συνυπουργός — ὁ, Μ συμβοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπουργός «βοηθός»] …   Dictionary of Greek

  • συστρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, ώτιδος, Α στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα αρχ. το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρατιώτης] …   Dictionary of Greek

  • σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… …   Dictionary of Greek

  • ՕԳՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 1020 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c ա. βοηθός, θή, θῶν auxiliator, adjutor, trix συμβοηθός coadjutor եւն. Որ ոք կամ որ ինչ օգնէ. ձեռնտու. գործակից. նպաստիչ. ապաւէն. օժանդակ, նիզակից. օգնօղ ... *Արտասուք դմա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συμβοηθῶ — συμβοάω cry aloud aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic) συμβοάω cry aloud aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic) συμβοηθέω render joint aid pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμβοηθέω render joint aid pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβοηθῶν — συμβοηθέω render joint aid pres part act masc nom sg (attic epic doric) συμβοηθέω render joint aid pres part act masc nom sg (attic epic doric) συμβοηθός assisting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”